- επικυρίαρχος
- -η, -οπου έχει επικυριαρχία (βλ. λ.) σε άλλη χώρα υποτελή, που ασκεί επικυριαρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επικυρίαρχος — η, ο (ως επίθ. και ως ουσ.) (για κράτος) αυτός που ασκεί επικυριαρχία πάνω σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυρί αρχος (< κύριος + άρχω)] … Dictionary of Greek
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
επικυριαρχία — η [επικυρίαρχος] το δικαίωμα κράτους να ασκεί κυριαρχία σε άλλο υποτελές, το οποίο έχει δική του κυβέρνηση αλλά περιορισμένη αυτονομία … Dictionary of Greek
Αλφρέδος ο Μέγας — (Alfred the Great,849 – 899). Βασιλιάς των Αγγλοσαξόνων (871 899). Διαδέχτηκε τον αδελφό του Εθελρέδο Α’, βασιλιά του Γουέσεξ, τη στιγμή που στην Αγγλία έκαναν εισβολή οι Δανοί. Νίκησε τους Σκανδιναβούς στο Γουίλτον, τους ανάγκασε να εκκενώσουν… … Dictionary of Greek
Ανδηγαυία — (Anjou). Περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας, κυρίως πεδινή ή λοφώδης, που τη διαρρέουν από τα Α στα Δ ο Λίγηρας (Λουάρ) και μερικοί παραπόταμοί του, μεταξύ των οποίων και ο Μεν, που σχηματίζεται στα κατάντη του Ανζέ από τη συμβολή του Σαρτ και του … Dictionary of Greek